ἀμέθοδον

ἀμέθοδον
ἀμέθοδος
not in logical
masc/fem acc sg
ἀμέθοδος
not in logical
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αμέθοδος — η, ο (Α ἀμέθοδος, ον) αυτός που γίνεται δίχως μέθοδο, δίχως σύστημα ή σχέδιο (ουδ.) το ἀμέθοδον η αμεθοδία αρχ. (λόγοι) που δεν υπάγονται σε λογικό (δηλ. συλλογιστικό) σχήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μέθοδος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”